μοιχαλίδες

μοιχαλίδες
μοιχαλίς
unfaithful to God
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανθρωποφαγία — Η συνήθεια ορισμένων φυλών να τρώνε ανθρώπινο κρέας. Λέγεται επίσης και κανιβαλισμός, από το όνομα που έδωσαν σε μια φυλή ανθρωποφάγων των νησιών της Καραϊβικής οι Ισπανοί κατακτητές τον 17ο αι. Τη συνήθεια της α. σε πρωτόγονους λαούς έχουν… …   Dictionary of Greek

  • μοιχώδης — μοιχώδης, ῶδες (Α) [μοιχός] μοιχικός («μοιχώδεις γυναῑκες» μοιχαλίδες, Πτολ.) …   Dictionary of Greek

  • Κυρά Φροσύνη — (; – 1801). Εθνομάρτυρας. Ήταν σύζυγος του ευπατρίδη των Ιωαννίνων Δ. Βασιλείου και ανιψιά του μητροπολίτη Ιωαννίνων Γαβριήλ Γκάγκα. Η Κ.Φ., γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς, συνελήφθη και οδηγήθηκε στην Αυλή του Αλή πασά (10 Ιανουαρίου 1801), επειδή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”